

Μιλάμε για μια ΙΚΕ με 2–3 εταίρους. Στο πακέτο των 200€/μήνα είναι μέσα η τρέχουσα λογιστική και φορολογική παρακολούθηση της ΙΚΕ, όλες οι φορολογικές δηλώσεις της εταιρείας, όλα τα φορολογικά και εργατικά θέματα που αφορούν τους εταίρους (και συχνά και τους συγγενείς τους), η υποστήριξη σε θέματα επιδομάτων, επιδοτήσεων, ρυθμίσεων κ.λπ., καθώς και συνεχής τηλεφωνική και ηλεκτρονική συμβουλευτική «όποτε χρειαστεί».
Και σαν «κερασάκι»:
Μια ΟΕ του ενός εταίρου που έπρεπε να έχει κλείσει εδώ και χρόνια, αλλά δεν έχει κλείσει, ο προηγούμενος «άσχετος» λογιστής τα έχει αφήσει πίσω, και τώρα ζητούν από το νέο λογιστή να «βγάλει το φίδι από την τρύπα».
Προσθέτουμε και μια μισθοδοσία που αλλάζει κάθε 2–3 μήνες (νέες προσλήψεις, αποχωρήσεις, μερική–πλήρης απασχόληση, αλλαγές ωραρίων), μόνιμη καθυστέρηση στην παράδοση τιμολογίων και αργοπορημένες απαντήσεις σε ερωτήσεις του λογιστή («στείλε μου τη σύμβαση», «πες μου τι έγινε με αυτό» κ.λπ.).
Και για όλα αυτά μαζί: 200€/μήνα. Για τα πάντα.
Σας θυμίζει κάτι;
Μοιάζει με κάποια από τις συνεργασίες που έχετε ή είχατε;
Όταν καταλαβαίνεις (αργά) ότι η δουλειά αυτή αξίζει 5–10 φορές πάνω
Σε τέτοιες περιπτώσεις, πολύ γρήγορα φαίνεται ότι κάτι δεν πάει καλά.
Οι ώρες δεν βγαίνουν, το άγχος ανεβαίνει, οι υποχρεώσεις πολλαπλασιάζονται: myData, ΦΠΑ, φόρος εισοδήματος, «έκτακτες» πλατφόρμες, τηλέφωνα «μια μικρή διευκρίνιση μόνο…», e-mails που απαντώνται βράδυ, εκκρεμότητες παλαιών χρήσεων.
Η αμοιβή όμως… μένει στα ίδια.
Και όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο μοιάζει με τιμωρία:
να ξέρεις ότι η δουλειά σου αντικειμενικά αξίζει πολλαπλάσια, αλλά να συνεχίζεις γιατί «έτσι το ξεκινήσαμε» ή γιατί «φοβάμαι να το αγγίξω τώρα».
Το πιο δύσκολο δεν είναι οι δηλώσεις. Είναι το «ξέρω ότι αξίζω παραπάνω»
Είναι άλλο να μην έχεις πελάτες. Κι άλλο να έχεις πολύ δουλειά, να τρέχεις καθημερινά, να σηκώνεις ευθύνη για την επιχείρηση, τους εταίρους, τους εργαζόμενους, τα πρόστιμα και τους ελέγχους – και παρ’ όλα αυτά το ποσό που μπαίνει στο ταμείο του γραφείου να μην αντικατοπτρίζει τίποτα από αυτά.
Για πολλούς συναδέλφους, το πιο βαρύ δεν είναι η κούραση. Είναι η αγανάκτηση.
Να συνεχίζεται μια συνεργασία, ενώ είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχει γίνει σωστός υπολογισμός αμοιβής, δεν έχουν μπει όρια, δεν έχει γραφτεί πουθενά τι περιλαμβάνεται και τι όχι. Και κάθε φορά που ανεβαίνει η σκέψη «πρέπει να αλλάξω τις αμοιβές», να υπάρχει ένα εσωτερικό φρένο.
Οι τρεις ερωτήσεις που μας παγώνουν
Σχεδόν κάθε λογιστής που σκέφτεται σοβαρά να αυξήσει τις αμοιβές του, περνάει από τρία βασικά «αν»:
«Κι αν φύγουν;»
«Κι αν δεν μπορέσω να το δικαιολογήσω;»
«Κι αν θυμώσουν και αρχίσει η γκρίνια;»
Αυτές οι σκέψεις από μόνες τους αρκούν για να κρατούν ένα γραφείο παγιδευμένο χρόνια σε λάθος επίπεδο αμοιβών.
Οπότε τι γίνεται συνήθως;
Μικρές “ασφαλείς” αυξήσεις 2–3% για «να μπαλώσουμε λίγο την κατάσταση» και να μη χαλάσουμε τις ισορροπίες.
Μόνο που αυτό δεν λύνει το πρόβλημα. Απλώς το μεταφέρει λίγο πιο κάτω στον χρόνο.
Η στιγμή που λέμε «ως εδώ»
Κάποια στιγμή όμως, σε πολλά γραφεία, έρχεται αυτό το εσωτερικό “κλικ”.
Γίνεται καθαρό ότι ο λογιστής στην ουσία απολογείται που ζητά χρήματα, νιώθει τύψεις που χρεώνει κάτι παραπάνω, φοβάται να πει «αυτό που ζητάτε δεν είναι μέσα στην αρχική μας συμφωνία».
Κι όμως, η πραγματικότητα είναι ότι αυτή η δουλειά απαιτεί επιστημονική γνώση, συνεχή ενημέρωση σε νομοθεσία, εγκυκλίους και προθεσμίες, ευθύνη απέναντι στον πελάτη και στο κράτος, καθημερινή πίεση με πλατφόρμες, ελέγχους, myData, ΕΡΓΑΝΗ κ.λπ.
Το θέμα λοιπόν δεν είναι μόνο «πόσα ζητάω», αλλά πώς βλέπω ο ίδιος/η ίδια την αξία της δουλειάς μου.
Εκεί, πολλοί συνάδελφοι αποφασίζουν να σταματήσουν να νιώθουν ενοχές επειδή χρεώνουν αυτό που πραγματικά αξίζει η δουλειά, να αφήσουν πίσω τη λογική του «λίγο λίγο να το ανεβάζουμε, μην τρομάξουν» και να αρχίσουν να τιμολογούν με βάση τον πραγματικό χρόνο, την πολυπλοκότητα, τον κίνδυνο και την αξία που λαμβάνει ο πελάτης.
Δεν είναι εύκολη μετακίνηση. Έχει άγχος, συζητήσεις, μερικές φορές αϋπνίες.
Και τελικά… τι γίνεται με τους πελάτες;
Το ενδιαφέρον είναι ότι, εκεί που γίνεται η σοβαρή και τεκμηριωμένη ανατιμολόγηση, συχνά δεν φεύγουν οι «καλοί» πελάτες.
Πιο εύκολα αποχωρούν όσοι βλέπουν τη λογιστική μόνο σαν αγγαρεία «να μην έχουμε πρόστιμα», όσοι θέλουν «τα πάντα» με το λιγότερο δυνατό κόστος και όσοι δεν σέβονται το χρόνο, τις προθεσμίες και τα όρια του γραφείου.
Και πολλές φορές, εκεί που υπήρχε ο φόβος ότι «θα πέσει ο τζίρος», στην πράξη συμβαίνει κάτι άλλο:
αδειάζει χώρος από συνεργασίες που “καίνε”, μένει ενέργεια για τους πελάτες που εκτιμούν πραγματικά τη δουλειά και σιγά σιγά οι αμοιβές ευθυγραμμίζονται με την πραγματικότητα.
Το παράδειγμα δεν είναι σπάνιο. Για πολλούς είναι σχεδόν… καθημερινότητα.